- ζόφεος
- -α, -ον (Α ζόφεος) [ζόφος]μτγν. ή διάφ. ανάγν. αντί ζοφερός (α. «εις ζόφεον χάος τα ρεύματα χύνων», Ζαλοκ.β. «ζοφέα νύξ», Νίκανδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζόφεον — ζόφεος masc acc sg ζόφεος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφέης — ζόφεος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφιος — ζόφιος, ον (Α) [ζόφος] ζόφεος, ζοφερός («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… … Dictionary of Greek
ԽԱՒԱՐԻՆ — ( ) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c ա. σκοτινός, σκοταῖος tenebrosus, tenebricosus, obscurus ζόφος իբր ζόφεος caliginosus. Խաւարային. խաւարտն. աղջամղջին. խաւարեալ. մութ. մթին. նսեմ. անլոյս. միգամած. ... *Երկիր խաւարին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)